αλωνιστική μηχανή

αλωνιστική μηχανή
Γεωργικό μηχάνημα, το οποίο διαχωρίζει τους κόκκους των δημητριακών από το περίβλημά τους και τους απαλλάσσει από το άχυρο και τις άλλες ξένες ύλες. Ανάλογα με τις εργασίες που εκτελούν, οι α.μ. διακρίνονται σε απλές, σύνθετες και πλήρεις. Η απλή α.μ. κινείται με το χέρι και κάνει μόνο το αλώνισμα. Η σύνθετη α.μ. κινείται κατά κανόνα με ζώα ή μηχανικούς κινητήρες· κάνει το αλώνισμα και ξεχωρίζει το άχυρο από τους κόκκους των δημητριακών, με ένα πρώτο λίχνισμα που αφαιρεί τις περισσότερες ξένες ύλες. Η πλήρης α.μ. είναι αυτή που χρησιμοποιείται περισσότερο για το αλώνισμα του σιταριού. Μέσα σε αυτήν, τα στάχυα υποβάλλονται σε πλήρη επεξεργασία, έτσι ώστε το σιτάρι να βγαίνει μέσα σε σάκους, έτοιμο να διατεθεί στο εμπόριο. Η πλήρης α.μ. λειτουργεί πάντοτε με κινητήρα: κινητή μηχανή με ατμό, ηλεκτροκινητήρα ή κινητήρα εσωτερικής καύσης. Κύρια μέρη της είναι το σύστημα τύμπανο-αντιτύμπανο, το οποίο αλωνίζει τα στάχυα που εισάγονται από το πάνω στόμιο· ο αναταράκτης με επικλινή επίπεδα, που ξεχωρίζει το χοντρότερο άχυρο από τους υπόλοιπους κόκκους δημητριακών· το μεγάλο αιωρούμενο κόσκινο, που ξεχωρίζει το σιτάρι και την ανεμίδα από το ψιλότερο άχυρο και από τα υπολείμματα των σταχυών· ο ανεμιστήρας, που ξεχωρίζει το σιτάρι και την ανεμίδα από τη σκόνη και το στέλνει στο τελικό σύστημα καθαρισμού και έπειτα στη χοάνη συσκευασίας σε σάκους. Η αλωνιστική μηχανή είναι ένα μηχάνημα εξαιρετικά χρήσιμο για τις γεωργικές εργασίες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αποδότης — Γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για την περισυλλογή και την ανύψωση των δεματίων των διαφόρων γεωργικών προϊόντων (σιτηρών, σανού κ.ά.), όταν αυτά πρόκειται να φορτωθούν, να τοποθετηθούν στην αλωνιστική μηχανή κλπ. Αποτελείται από ένα μακρύ …   Dictionary of Greek

  • δοκάνη — (I) και δουκάνη, η και δοκάνι, το (Α τυκάνη και τυτάνη, Μ δουκάνη) αλωνιστική μηχανή που αποτελείται από μια σανίδα και πλάκα από πυριτόλιθους για να τρίβονται τα στάχυα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τυκάνη]. (II) και δοκάνα, η και δοκάνι, το (Α δοκάνη, η)… …   Dictionary of Greek

  • δοκάνι — το 1. το δόκανο, η παγίδα 2. δοκάνη, αλωνιστική μηχανή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δοκάνι < δοκάνη (ΙΙ) με τη σημ. 1 και < δοκάνη (Ι) με τη σημ. 2, με μεταβολή τού γένους] …   Dictionary of Greek

  • θερισμός — H εργασία της αποκοπής των ώριμων σιτηρών, η οποία γίνεται είτε με το απλό δρεπάνι, είτε με ειδικές μηχανές. Η εμφάνιση μηχανών συγκομιδής –όπως οι απλές θεριστικές, οι θεριστικές αυτοδετικές και οι θεριστικές αλωνιστικές– έδωσε μεγάλη ώθηση στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”